τριτοβάθμιος

τριτοβάθμιος
-α, -ο
1.του τρίτου βαθμού: Τριτοβάθμια εξίσωση.
2. που έχει τον τρίτο βαθμό στην ιεραρχία της υπηρεσίας του: Τριτοβάθμιος υπάλληλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριτοβάθμιος — α, ο, Ν 1. αυτός που κατέχει τον τρίτο βαθμό σε ιεραρχία ή κατάταξη 2. αυτός που είναι τρίτου βαθμού («τριτοβάθμια εξίσωση») 3. φρ. «τριτοβάθμια εκπαίδευση» η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, μετά τη δωδεκαετή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”