- τριτοβάθμιος
- -α, -ο1.του τρίτου βαθμού: Τριτοβάθμια εξίσωση.2. που έχει τον τρίτο βαθμό στην ιεραρχία της υπηρεσίας του: Τριτοβάθμιος υπάλληλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.